Η αναβίωση του εθίμου πραγματοποιήθηκε και φέτος στα «Παρχάρια» Κομνηνών, ανατολικά της Κοινότητας, στην οροσειρά του Βερμίου, σε υψόμετρο 1.100 μέτρων, το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Ιουλίου’ 11 (της Παρθένας Τσοκτουρίδου)
Πραγματοποιήθηκε και φέτος το ποντιακό αυτό έθιμο στα «Παρχάρια» Κομνηνών στο Βέρμιο το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Ιουλίου’ 11, που φέραμε από την Πατρίδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1922 και το διατηρούμε ως σήμερα, με χορούς και πανηγύρι.
Οι λιγοστές πλέον «Παρχαρομάνες», όπως πάντα, ετοίμασαν τα εκλεκτότερα παραδοσιακά φαγητά, παράγωγα του γάλακτος (τυρί, βούτυρο, ταν, πασκιτάν, τυρομίτζι, γιαούρτι) και πίτες (τριγώνια).
Υπάρχουν πληροφορίες πως το έθιμο αυτό του πανηγυριού στα «Παρχάρια» συνεχίζεται ακόμη στον Πόντο από τους Έλληνες, που παρέμειναν εκεί, οι οποίοι διατηρούν το έθιμο όπως παλιά (κυρίως οι Οφλήδες).
Από τον Ποντιακό ελληνισμό βγήκαν τραγούδια για το έθιμο αυτό, κυρίως για τις ρωμάνες. Για το πανηγύρι του «Παρχάρ» βγήκε τα ακόλουθα δίστιχα:
Εκότσεψανε οι τσιοπάν και πάνε σα Παρχάρια Απ’ έμπρου εν Καλομηνάς, σκουτούλιζ’ τα χορτάρια.
Ρωμάνες πάτεν σον Παρχάρ, κρεμάστεν τα δουρβάνια Τοπλαέστεν τα γάλατα και ξύστεν τα καρσάνια.
Εξέρτς όνταν επίναμε εντάμαν τσιοπανλούκια Ελάσκουμες και επαίρναμε Παρχαρή χαβεζλούκια.
Ασόν Παρχάρ κατ’ έρχουνταν χορτάρια φορτωμένον Ασά ποδάρια ους την κορφήν σεβτάν καπατεμένον.
Αλλά, ας δούμε, τι ήταν τα «Παρχάρια», σύμφωνα με τη λαϊκή μα ταυτόχρονα και ιστορική παράδοση των Ποντίων. «Παρχάρια», εμείς οι Πόντιοι, λέγαμε τις θερινές διαμονές των αγελάδων, προβάτων και γιδιών πάνω στα βουνά του Πόντου, για την καλοκαιρινή τους βοσκή. Τα οικήματα διαμονής των ζώων, ως και τέτοια των ανθρώπων, χτίζονταν συνήθως για προφύλαξη από τις πνοές των ανέμων και τις προσβολές των καταιγίδων, σε μέρη όσο το δυνατόν «υπήνεμα», σε κοιλώματα των πλευρών των βουνών και σε μασχάλες βράχων.
Τα οικήματα αυτά, κατά συνήθεια, ήταν κτισμένα το ένα κοντά στο άλλο και αποτελούσαν «ΟΠΑΝ», δηλ. συγκρότημα – συνοικισμό. Πολλά από τα κτίσματα αυτά ήταν σωστά και καλά σπιτάκια, όπου κοιμούνταν και ζούσαν οι άνθρωποι (οι ρωμάνες και οι βουκόλοι) και κάτω απ’ αυτά ήταν το «μαντρίν» (σταύλος), όπου κοιμούνταν οι αγελάδες. Υπήρχαν όμως περισσότερες καλύβες από ξεροτούβαρα, όπου στεγάζονταν οι αγελάδες και άλλες, ξέχωρες, για τους ανθρώπους.
Οι καλύβες αυτές χτίζονταν χωρίς λάσπη. Για σκεπή χρησιμοποιούνταν δοκάρια (κεράνια) στρογγυλά, μα λιγνά κάπως, από έλατα (ελατόφυτα) που τοποθετούνταν στη στέγη της καλύβας σαν κατρόνια και σκεπάζονταν με πέταυρα (χαρτώματα) που πάνω τους έβαζαν σειρές από λίθους, για να μη τα παρασύρουν οι άνεμοι.
Στα «Παρχάρια» κάθε χρόνο γίνονταν μεγάλα πανηγύρια, όπου συγκεντρώνονταν όλοι οι κάτοικοι της περιοχής και πολλών χωριών. Κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας, το γλέντι ήταν τρικούβερτο, με χορούς που παίζονταν από νταούλια, ζουρνάδες, κεμεντζέδες και γκάϊντες. Οι ταβερνιάρηδες στα πρόχειρα στημένα καπηλειά τους έκαμαν χρυσές δουλειές. Επίσης, όμως, έκαναν κι οι μικροέμποροι, οι μανάβηδες, οι ψιλικατζήδες, οι ψωμάδες και όλοι οι υπαίθριοι επαγγελματίες, όπως και ημερήσιοι υφασματοπώληδες πλανόδιοι και καφετζήδες, οι οποίοι δεν έμεναν παραπονεμένοι από την δουλειά τους, της ημέρας εκείνης του μεγάλου πανηγυριού, στα ωραία ορεινά τοπία του Πόντου.
Ο αστυνομικός σταθμός της εκάστοτε περιοχής κατέβαινε για λόγους ασφαλείας και παρακολουθούσε τους πανηγυριώτες, επειδή πολλοί οπλοφορούσαν (η οπλοφορία ήταν ελεύθερη τα προπολεμικά χρόνια) και δεν ήταν σπάνιες οι συγκρούσεις μεταξύ των ομάδων από τα διάφορα χωριά.
Ενημερωτικά επίσης, να σταθούμε στο γεγονός, ότι κατά τον χειμώνα, οι κάτοικοι του Πόντου ήταν συγκεντρωμένοι στα σπίτια τους στα χωριά. Ήταν εφοδιασμένοι με όλα τα απαραίτητα εφόδια. Πότε-πότε, όταν ο καιρός το επέτρεπε, οι νέοι και οι νέες έκαναν καμιά εξόρμηση στους μεζηρέδες, όπου είχαν αποθηκευμένα ξύλα, για να ζεσταθούν ή και κανένα φορτιό χόρτο για τα ζώα τους.
Κατά τις ημέρες της βαρυχειμωνιάς, οι άνδρες, οι πιο πολύ ήταν καφενόβιοι, συγκεντρώνονταν στα 5-6 καφενομάγαζα, όπου χαρτόπαιζαν ή έπαιζαν τάβλι και ντόμινο. Κάποτε έκαναν και μουχαπέτια κουτσοπίνοντας.
Οι γυναίκες ασχολούνταν με το νοικοκυριό και την οικιακή βιομηχανία πλέκοντας κάλτσες ή τσοράπια (ορτάρια) μάλλινα ή μισοβάμβακα και μάλιστα πλουμιστά ορτάρια με καγκελίτσες ή ύφαιναν στο αργαλειό σάλια από μάλλινη κλωστή και άλλα άσπρα πανιά με κανάβινο υφάδι, που το έγνεθαν στη ρόκα από καλοκοπανισμένο και λιαναρισμένο κανάβι και το έκαναν νήμα τυλίγοντας ολοένα στο αδράχτι, το οποίο γύριζε γρήγορα με το σπονδύλι, σαν σβούρα.
Τα νήματα αυτά, αφού τα έκαναν τσιλεδάκια, ύστερα τα έψηναν μέσα σε καλάθια με σταχτόνερο και τα λεύκαναν. Τότε ήταν πια έτοιμα για υφάδι, για να υφαίνουν τα πανιά. Το στημόνι ήταν πάντα από γερή αγοραστή βαμβακερή κλωστή.
Από τα σάλια, αφού τα πατούσαν καλά, τα έβαφαν μαύρα κι έκαναν εμπροσθέλια (εμπροσθέλες=ποδιές) για τον εαυτό τους και κουστούμια για τους άντρες, τσόχα και ζίπκα. Η τσόχα ήταν ένα είδος κοντού σακακιού και η ζίπκα ένα είδος παντελονιού με στενές περισκελίδες (Αναξυρίδα, το αναφέρει, ως αρχαίο ελληνικό ένδυμα, ο Ξενοφών).
Από τα άσπρα πανιά έκαναν σεντόνια και τσαρτσιάφια για τα παπλώματα, μα προπάντων τα ασπρόρουχα της οικογένειας αντρών και γυναικών, επειδή ήταν υγιεινότατα και πολύ γερά.
Οι νεότερες κοπέλες πήγαιναν στις βρύσες, έφερναν νερό και περιποιούνταν τις αγελάδες. Φρόντιζαν, επίσης, για την καθαριότητα του σπιτιού και της οικογένειας. Οι γιαγιάδες και οι μητέρες ετοίμαζαν τα παιδιά για το σχολείο. Στην μεγάλη κακοκαιρία, όμως, που έπεφτε πολύ χιόνι, πολλά παιδιά που κατοικούσαν μακριά από το σχολείο, δεν μπορούσαν να φοιτήσουν κανονικά.
Για περισσότερες πληροφορίες για τη λαογραφία των Ποντίων, υπάρχουν στοιχεία στο βιβλίο μου «ΟΙ ΠΑΤΡΟΓΟΝΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΩΝ ΚΟΜΝΗΝΙΩΤΩΝ», το οποίο υπάρχει στις περισσότερες βιβλιοθήκες της Ελλάδας.