Είναι
ελάχιστα γνωστό ότι στην Μακρόννησο άφησαν τα κοκκαλό τους πολλοί
πόντιοι ,όταν τους έριξαν εκεί στο λοιμοκαθαρτήριο τις μαύρες εκείνες
μέρες της Μικρασιατικής καταστροφής.
Ξερός
τόπος ,άνυδρος , βρήκαν γλυφές πηγές και έπιναν. Οι συνθήκες διαβίωσης
ήταν άθλιες, πείνα ,δίψα βρωμιά παντού. Το φαγητό λιγοστό και γεμάτο
σκουλήκια ή εντελώς ακατάλληλο. Οι ρέγγες που τους έδιναν σε συνδυασμό
με την παντελή έλλειψη νερού τους οδήγησαν πολύ γρήγορα στις αρρώστιες
και τον θάνατο. Άλλοτε πάλι το ακατάλληλο κατσικίσιο κρέας τους έφερνε
δυσανεξία και δυσεντερία. Μια μέρα πέταξαν τα καζάνια με το φαγητό στην
θάλασσα για να τους αναγκάσουν να τους δώσουν ξηρά τροφή. Την διατροφή
τους είχαν αναλάβει οι εργολάβοι ,οι οποίοι αποσκοπώντας στο κέρδος τους
τάιζαν με ό,τι πιο άθλιο υπήρχε. Κάποιοι πλούτισαν από την δυστυχία
αυτών των ανθρώπων. Η διοίκηση ήξερε και έβλεπε τι ακριβώς συμβαίνει,
αλλά δεν αντιδρούσε. Οι περισσότεροι πέθαναν από πείνα και αρρώστιες.
Τους τάιζαν χαλασμένες τροφές και τους έπιασε τύφος. Οι ατσίδες της
εποχής έρχονταν κρυφά με καΐκια και πουλούσαν τρόφιμα. Ένα ψωμί μια
λίρα, ένα ρολόι, ένα δαχτυλίδι. Τότε εξεγέρθηκαν και ζήτησαν να φύγουν.
Αν έφευγαν με δική τους ευθύνη δεν θα είχαν κανένα δικαίωμα σε χωράφια
και άλλες παροχές. Ζήτησαν να φύγουν ,να σωθούν, αλλά πάλι τους το
αρνήθηκαν. Τότε πήραν ξύλα και πέτρες ,απείλησαν να τα κάψουν όλα και
έτσι επέτρεψαν σε κάποιους να φύγουν. Δεκαετίες μετά ο Γιάννης Ρίτσος
βρισκόμενος εδώ για άλλους λόγους ,έχοντας προφανώς υπόψη του τα
γεγονότα αυτά γράφει:
«..Κι η Παναγιά του Πόντου φλωροκαπνισμένη απ’ το σούρουπο
να σεργιανάει ξυπόλυτη στην αμμουδιά
συγυρίζοντας τα σπίτια των μικρών ψαριών
καρφώνοντας μ’ ένα θαλασσινό σταυρό τη φεγγαρίσια της πλεξούδα..»
(Γιάννης Ρίτσος -Πέτρινος χρόνος-Τα Μακρονησιώτικα)
να σεργιανάει ξυπόλυτη στην αμμουδιά
συγυρίζοντας τα σπίτια των μικρών ψαριών
καρφώνοντας μ’ ένα θαλασσινό σταυρό τη φεγγαρίσια της πλεξούδα..»
(Γιάννης Ρίτσος -Πέτρινος χρόνος-Τα Μακρονησιώτικα)
Οι
υπερήφανοι αυτοί Έλληνες ταπεινώθηκαν ,εξαθλιώθηκαν και πέθαναν σαν
ζώα. Ήρθαν στην νέα τους πατρίδα με όνειρα ,με ψείρες ,με φτώχεια ,αλλά
και την ελπίδα για μια νέα καλύτερη ζωή .
Διοικητής τότε ήταν ο Ελευθεριάδης. Τους έλεγε να μείνουν εκεί και τους υποσχόταν ότι θα τους στείλει στην Μακεδονία όπου θα πάρουν ζευγάρι άλογα και χωράφια. Κάποιοι νέοι που δεν είχαν αρρωστήσει ακόμα λόγω της γερής κράσης που είχαν, παρουσιάστηκαν με θάρρος μπροστά στον διοικητή και ζήτησαν να γίνουν «ανεξάρτητοι». Υπήρχε η δυνατότητα να βγει κάποιος από το λοιμοκαθαρτήριο με δικά του έξοδα ,αλλά το κράτος δεν θα είχε πια καμία υποχρέωση απέναντι τους. Αυτοί ήταν οι ανεξάρτητοι. Πολλοί ζήτησαν να γίνουν ανεξάρτητοι για να σώσουν την ζωή τους, αλλά ούτε αυτό δεν τους επέτρεψαν τελικά. Κάποιοι νεαροί Καυκάσιοι απειλώντας να κάψουν το λοιμοκαθαρτήριο πέτυχαν τελικά να γίνουν «ανεξάρτητοι». Κάποιοι άλλοι πάλι έφυγαν κρυφά νοικιάζοντας ένα καΐκι για το Λαύριο, από εκεί τράβηξαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις ψάχνοντας ο καθένας την τύχη του. “
Διοικητής τότε ήταν ο Ελευθεριάδης. Τους έλεγε να μείνουν εκεί και τους υποσχόταν ότι θα τους στείλει στην Μακεδονία όπου θα πάρουν ζευγάρι άλογα και χωράφια. Κάποιοι νέοι που δεν είχαν αρρωστήσει ακόμα λόγω της γερής κράσης που είχαν, παρουσιάστηκαν με θάρρος μπροστά στον διοικητή και ζήτησαν να γίνουν «ανεξάρτητοι». Υπήρχε η δυνατότητα να βγει κάποιος από το λοιμοκαθαρτήριο με δικά του έξοδα ,αλλά το κράτος δεν θα είχε πια καμία υποχρέωση απέναντι τους. Αυτοί ήταν οι ανεξάρτητοι. Πολλοί ζήτησαν να γίνουν ανεξάρτητοι για να σώσουν την ζωή τους, αλλά ούτε αυτό δεν τους επέτρεψαν τελικά. Κάποιοι νεαροί Καυκάσιοι απειλώντας να κάψουν το λοιμοκαθαρτήριο πέτυχαν τελικά να γίνουν «ανεξάρτητοι». Κάποιοι άλλοι πάλι έφυγαν κρυφά νοικιάζοντας ένα καΐκι για το Λαύριο, από εκεί τράβηξαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις ψάχνοντας ο καθένας την τύχη του. “
(απόσπασμα από το βιβλίο μου )