
Οι
«Διπλωμένες ψυχές» είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Γιώργου Τσάρου,
συντοπίτη μας -γεννημένου στην Κω αλλά μεγαλομένου στην Κοζάνη- του
Γιώργου Καραϊορδανίδη δηλαδή, ο οποίος επέλεξε να μας συστηθεί
συγγραφικά με το ψευδώνυμο Γιώργος Τσάρος. Το βιβλίο μόλις κυκλοφόρησε
από τις εκδόσεις Παρέμβαση, με τις οποίες επίσης διατηρώ μια σχέση
ιδιαίτερα στενή.
Ο
τίτλος του αινιγματικός, επιδέχεται ερμηνείες και προσεγγίσεις: Πώς και
γιατί διπλώνουν οι ψυχές; Πού υπάρχουν οι ψυχές; Πού βρίσκουν
καταφύγιο; Πώς μετριούνται, πόσες αλήθειες κρατούν κλεισμένες στα
σκοτεινά δωμάτιά τους… Πώς αντέχουν οι ψυχές; Πώς λυτρώνουν τον πόνο;
Πώς εξοντώνονται απ’ τη ζωή; Πώς συνεχίζουν οι ψυχές…
«Με
την επιστροφή μας στα θρανία, οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Δεν πέρασε
ένας μήνας και άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα προβλήματα της νέας
χρονιάς. Το κράτος προσπαθούσε να βγάλει από τη μύγα ξύγκι, να μαζέψει
τα έξοδα από όπου και όσο ήταν δυνατόν. Μέσα Φλεβάρη μας φωνάζει ο
Χατζηφωτίου στο γραφείο του. Είχαμε ακούσει για τα μελλούμενα, μα
ελπίζαμε να σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και να μην πραγματωθούν.
Στοιβαχτήκαμε καμιά δεκαπενταριά νοματαίοι, στο μικρό στενάχωρο γραφείο
του διευθυντή. Διπλωμένες ψυχές, αμπαρωμένες στο βασίλειο της σιωπής και του φόβου…»
Κάπου
εκεί, στο πνιγηρό ‘δίπλωμα’ των ρημαγμένων ψυχών της Ελλάδας του
σήμερα, ξεδιπλώνεται η ιστορία. Ο χρόνος: Φθινόπωρο του 2009. Ο Παύλος,
ένας καθηγητής Λυκείου, τοποθετείται στα Θεσσαλικά Άγραφα. Μέσα από τις
προσωπικές του εμπειρίες, ερχόμαστε κοντά στην πραγματικότητα του
σύγχρονου ελληνικού σχολείου, με όλες του τις αγωνίες και τα αδιέξοδά
του. Ο αφηγητής και ο ήρωας είναι το ίδιο πρόσωπο. Περιγράφει τα σχολικά
και κοινωνικά πράγματα με ρεαλισμό και ωριμότητα. Μέσα από μία αφήγηση
ήρεμη και μετριοπαθή, μεταφέρει στον αναγνώστη προβληματισμούς, θέτει
έμμεσα ερωτήματα και εκφράζει παράλληλα τις αγωνίες μιας ολόκληρης
γενιάς ανθρώπων που βίωσαν και βιώνουν τις οικονομικοκοινωνικές αλλαγές
της εποχής μας. Ο Παύλος είναι ένας εκπαιδευτικός που εκτιμά και αγαπάει
βαθιά το επάγγελμά του, εξάρει τον ρόλο που διαδραματίζει ο
εκπαιδευτικός και το σχολείο στη διαμόρφωση της ανθρώπινης
προσωπικότητας. «Τραχύς
αγώνας, με γλυκός, του πνεύματος το μπόλι. Βαρύ και δύσκολο έργο. Αν δεν
το νιώσεις στο πετσί σου, δεν το καταλαβαίνεις και το νομίζεις απλό. Μα
θέλει τέχνη το ρημάδι! Κι αγάπη και δίψα κι αντοχή! Δύσκολο πράμα του
ανθρώπου το κουμάντο! Και του μικρού παιδιού, του μαθητή το γήτεμα, πιο
δύσκολο, θαρρώ».
Γύρω
από τις καταστάσεις και τα πρόσωπα, πλανάται η κρίση, που παρασέρνει
στο πέρασμά της ανθρώπους, όνειρα και προσδοκίες. Η Ελλάδα του χθες, η
Ελλάδα του σήμερα, με τα πάθη και τα λάθη της, η αγωνία της οικονομικής
κρίσης που ολοένα σφίγγει τον κλοιό και ανατρέπει κάθε σχέδιο, παγώνει
κάθε όραμα, ακινητοποιώντας τον άνθρωπο κι αφήνοντάς τον να παραπαίει
μεταξύ φόβου και απόγνωσης. Ο αφηγητής κάνει άλματα στο παρελθόν
αναζητώντας την Ελλάδα μιας άλλης εποχής, ως συνειδητοποίηση αυτού που
υπήρξαμε και ως κίνητρο αυτού που μπορούμε να γίνουμε. Η Ελλάδα του
τότε, κι η Ελλάδα του τώρα: «Το
χώμα της γης που μας μεγάλωσε, το λατρεμένο και θραψερό, έγινε, λόγω
του οικονομικού σεισμού που χτύπησε τη χώρα, ξένο κι απόμακρο. Φτύναμε
απάνω του με μίσος, λες και μας έφταιγε αυτό για ό, τι κακό μας βρήκε». Η ανθρώπινη ύπαρξη καθηλωμένη, αρνείται να συμφιλιωθεί με τη μοίρα της. Η ανθρώπινη ψυχή σε στάση άμυνας.
Στο
πλαίσιο αυτό παρουσιάζονται, περιγράφονται και εμπλέκονται στην αφήγηση
–πολύ ή λίγο- διάφορα πρόσωπα, κουβαλώντας καθένα την ιστορία του και
την δυναμική του στην πλοκή της ιστορίας. Ο καπετάν Πανορμίτης, ο
Χατζηφωτίου, ο Παπαδάκης, ο Μποέμ, η Κοραλία, η Μυρσίνη…
Η
Μυρσίνη μάς περνάει σταδιακά στο δεύτερο μέρος του βιβλίου. Θα έλεγα
πως το μυθιστόρημα χωρίζεται νοερά σε δύο μέρη. Το πρώτο, με
περισσότερες αναφορές στην πραγματικότητα της εκπαίδευσης και της
κοινωνίας, και το δεύτερο που λειτουργεί πιο ψυχογραφικά για τον ήρωα
και ρίχνει φως στην προσωπικότητά του, τα βιώματα και τα συναισθήματά
του. Εδώ ο ήρωας αυτοαναλύεται και μιλάει στον αναγνώστη για πράγματα
πολύ πιο εσωτερικά. Το δεύτερο αυτό κομμάτι ρέει αβίαστα και έχει ίσως
μεγαλύτερη δυναμική από το πρώτο. Η εσωτερικότητα –και πολύ περισσότερο η
εξωτερίκευσή της- ασκεί πάντοτε ιδιαίτερη γοητεία στον αναγνώστη, τον
θεατή, τον άνθρωπο.
Ο Παύλος, «φυλακισμένος στη σύμβαση του γάμου»,
γοητεύεται από τη Μυρσίνη, κι αυτό γίνεται αφορμή να κάνει ο ήρωας μία
αφηγηματική κατάδυση στο παρελθόν του, να έρθει αντιμέτωπος με τους
φόβους του και να αναζητήσει τα ψυχολογικά κίνητρα που καθόρισαν τη ζωή
και τις επιλογές του. Η μνήμη μετατρέπεται σε κάθοδο στο χρόνο, με ένα
αργό αίσθημα οδύνης. «Ο μικρός
και άπλαστος χαρακτήρας μου φορτίστηκε επικίνδυνα, Μαζεύτηκε στο
κουκούλι της σιωπής. Το άμορφο λογικό μου, άοπλο και απαράσκευο για τόσο
μεγάλα και πρόωρα μπερδέματα, αναζητούσε απεγνωσμένα μια μαγική
ατραπό…»
Η
Μυρσίνη, το ασυμβίβαστο πάθος που εκφράζεται στο πρόσωπό της, και η
λύτρωση που του φέρνει η εισχώρησή της στη ζωή του, έστω και για λίγο,
είναι χαρακτηριστική. «Ο
χρόνος καρφιτσώθηκε στον τοίχο, ξαπόστασε για λίγα δεύτερα, θαρρώ (…)
Όμως μου φάνηκαν ζωή! Τι κι αν τριγύρω μας το σύμπαν ζούσε τον οργασμό
του! Άπλωσα με θάρρος την παλάμη μου στο μέρος της… ’Έλα Μυρσίνη, δώσε
μου το χέρι σου, τράβα με στην αγκαλιά σου. Αυτή είναι μια μεγάλη ώρα,
μια μεγάλη στιγμή. Μην αρνηθείς. Σε περιμένω χρόνια. Μου το χρωστάς.
Ξεπλήρωσε!»
Η
γοητεία που ασκεί στον ήρωα η Μυρσίνη, σε αντιπαράθεση με την ιδιαίτερη
σχέση που έχει ταυτόχρονα με τη γυναίκα του, την Κοραλία, καθώς και η
αναφορά στα περασμένα που σα σκιές τον ακολουθούν, είναι θέματα που
κυριαρχούν στο δεύτερο αυτό μέρος του βιβλίου, χωρίς όμως να ξεφεύγουμε
από το γενικότερο πλαίσιο του σχολείου, όπου όλα διαδραματίζονται -είτε
ως πράξεις, είτε ως σκέψεις-, δοσμένα πάντοτε μέσα από τη σκοπιά της
οικονομικής κρίσης.
Στην
αφήγηση παρεμβάλλονται κρίσεις, σκέψεις, στοχασμοί, και διατυπώνονται
συχνά παρατηρήσεις ψυχολογικού, ηθικοδιδακτικού ή ιστορικού χαρακτήρα.
Οι στιγμές του έρωτα, μικρά ξεσπάσματα, διακόπτουν εκστατικά την
αφήγηση, ενώ σε σημεία η συναισθηματική φόρτιση κορυφώνεται και
αισθητοποιεί τη σκέψη του συγγραφέα. Ο έρωτας, παρών σε όλες τις εποχές,
συνοδεύει τα γεγονότα και σημαδεύει τα πρόσωπα.
Η
γλώσσα, με προφανείς επιρροές από ένα παραδοσιακό γενικά είδος γραφής,
έρχεται σε αντίφαση με το σήμερα, το οποίο και περιγράφει. Η αντίθεση
αυτή όμως προσδίδει έναν ιδιαίτερο τόνο στο κείμενο και έρχεται να
διαμορφώσει για τον συγγραφέα έναν τρόπο γραφής αρκετά προσωπικό.
Ο
αφηγητής είναι αυτός που στήνει το σκηνικό και παρουσιάζει το ήθος των
προσώπων. Φορές τα παρουσιάζει απλώς, άλλοτε τα εξιδανικεύει. Ο
εσωτερικός μονόλογος εναλλάσσεται με τον διάλογο, και συχνά συμπλέκεται
με τα εξωτερικά γεγονότα, καθώς ο ήρωας επιχειρεί να δώσει διέξοδο στα
εσωτερικά του ζητήματα.
Στις
«Διπλωμένες ψυχές» αποτυπώνεται η προσωπικότητα του συγγραφέα. Σε κάθε
βιβλίο, άλλωστε, λιγότερο ή περισσότερο, υπάρχει ο συγγραφέας. Είναι το
βιβλίο ένα έργο τέχνης κι αυτός ο δημιουργός του. Δεν ξέρω πού ακριβώς
υπάρχει ο Γιώργος Τσάρος εδώ. Πού αρχίζουν και πού τελειώνουν τα
αυτοβιογραφικά στοιχεία. Η έμμεση παρουσία του όμως είναι αισθητή με
έναν διάφανο τρόπο και στις 249 σελίδες του βιβλίου.
Το
ομιχλώδες τοπίο του εξωφύλλου του βιβλίου, φωτογραφικό έργο του Χρήστου
Λαμπριανίδη, είναι σε απόλυτη συνάφεια με το ομιχλώδες τοπίο που
κυριαρχεί στην ζωή του σύγχρονου Έλληνα, στην ψυχή του ανθρώπου του
σήμερα, μα και στην ψυχή του πρωταγωνιστή – συγγραφέα (ποιος ξέρει;)
Ο
συγγραφέας είναι κυρίως άνθρωπος των αριθμών κι όχι των λέξεων –οι
σπουδές του δεν σχετίζονται με τη γλώσσα και τη λογοτεχνία. Κι η
αντίφαση αυτή είναι ιδιαίτερα γοητευτική. Το ασυναίσθητο «μπλέξιμο» των
αριθμών και των λέξεων στη γραφή και στα νοήματα, προσδίδει κάτι το
ασυνήθιστο. Η δε επαγγελματική σχέση του Γ. Τσάρου με τη διδασκαλία
ερμηνεύει τόσο την αγάπη του για το αντικείμενο, όσο και την εμβάθυνση
στα θέματα της εκπαίδευσης.
Οι
«Διπλωμένες ψυχές» είναι από τα ελάχιστα μυθιστορήματα που έχουν γράψει
άνθρωποι του τόπου μας. Πολύ λίγοι έχουν καταπιαστεί με αυτό το
πολύπλοκο, μα ελκυστικό είδος γραφής. Το γεγονός αυτό από μόνο του, όπως
και η συνολική αίσθηση που αφήνει το βιβλίο διαβάζοντάς το, δίνει στο
πρώτο αυτό δείγμα γραφής του Γιώργου Τσάρου ιδιαίτερο ενδιαφέρον και
βαρύτητα.
Η
γραφή, ως σύλληψη κι ως δημιουργία, δεν είναι εύκολο πράγμα, ούτε απλό.
Όπως απλό δεν είναι να τραβάς τις κουρτίνες του έσω κόσμου σου και ν’
αφήνεις τους άλλους να δούνε μέσα σ’ αυτόν. Η μεγάλη αλήθεια που
κρύβεται πίσω από τις λέξεις, μια αλήθεια πολύ προσωπική, που ο εκάστοτε
συγγραφέας βγαίνει να πει, και που τον αφήνει «έκθετο» στην κρίση, την
άρνηση ή την αποδοχή των αναγνωστών του, είναι ένα από τα τολμηρότερα
ρίσκα και τις μεγαλύτερες νίκες του, έτσι κι αλλιώς. «Ένας άνθρωπος που γράφει είναι μια ξένη χώρα»,
είχε πει η Μαργκερίτ Ντυράς, μια ξένη χώρα που ξεδιπλώνει την διπλωμένη
ψυχή της και μας καλεί να τη γνωρίσουμε… κι αξίζει το ταξίδι…
Από την παρουσίαση στον Φιλοπρόοδο Σύλλογο
την Δευτέρα 11 Μαΐου