(Από τη λαογράφο Παρθένα Τσοκτουρίδου)
Από της ερήμου ο Πρόδρομος ήλθε να βαπτίσει τον Κύριον.
Βέβαιον Βασιλέα εβάπτισε, Υιόν και Θεόν ομολόγησε.
Γηγενείς, σκιρτάτε και χαίρεσθε, τάξεις των Αγγέλων, ευφραίνεσθε.
Δόξα εν υψίστοις εκραύγαζον, Κύριον και Θεόν ομολόγησαν.
Έλεγεν ο κόσμος τον Κύριον να αναγεννήσει τον άνθρωπον.
Ζήτησον και σώσον το πρόβατον το απολωλός, ω Θεάνθρωπε.
Ήλθε, κηρυττόμενον έβλεπε, απορών εφάνη ο Πρόδρομος.
Θες μοι την παλάμην σου, ω Πρόδρομε, βάπτισον ευθύς τον Δεσπότην σου.
Ιορδάνη, ρεύσαι τα νάματα, ίν’ ανασκιρτήσει τα ύδατα.
Κεφαλάς δρακόντων συνέθλασε των κακοφρονούντων ο Κύριος.
Λέγουσιν οι Άγγελοι σήμερον, ο Χριστός τον κόσμον εφώτισεν.
Μέγα και φρικτόν το μυστήριον, δούλος τον Δεσπότην εβάπτισε.
Νους ο Ιωάννης ο Πρόδρομος μέγας, να βαπτίσει τον Κύριον.
Όλον τον Αδάμ ανεκάλεσε ο των όλων Κτίσης και Κύριος.
Παναγία, Δέσποινα του παντός, σώσον τους εις Σε προσκυνούντας νυν.
Ρείθρα Ιορδάνη, αγάλλεσθε, την πορείαν άλλως λαμβάνετε.
Σήμερον ο Κτίστης δεδόξασται δι’ αυτό το μέγα μυστήριον.
Τρεις γαρ υποστάσεις εγνώκαμεν, Πατρός και Υιού και του Πνεύματος.
Υπό Αρχαγγέλων υμνούμενον, υπό Σεραφείμ δοξαζόμενον.
Φως γαρ τοις εν σκότει επέλαμψε, όταν ο Χριστός εβαπτίζετο.
Χαίροντες και χείρας προσάγοντες και λαμπράν πανήγυριν άδοντες.
Ψάλλοντες Χριστόν τον Θεόν ημών, δέξασθαι λουτήρα βαπτίσματος.
Ω Θεός των όλων και Κύριος δώη σας υγείαν και χαίρετε.