* του Γιώργου Κυργιώργη
*** Προχθές, με έναν από τους καλλίτερους φίλους μου, τον Μάρκο τον Τσιτσόπουλο, πήγαμε στο χωριό του, τα Κρανίδια.
Πριν πάμε στο καφενείο της κυρίας Νίτσας, πήγαμε να ανάψουμε ένα κεράκι στον Προφήτη Ηλία. Έμεινα έκθαμβος.
Μαγεία! Ούτε ο καλύτερος ζωγράφος, στην καλύτερη έμπνευσή του θα μπορούσε να απεικονίσει στην παλέτα του,
αυτό το υπέροχο τοπίο. Α! ρε Ελλάδα, αναξιοποίητες ομορφιές που κρύβεις!!!
Καταλήξαμε στο καφενείο. Εκεί, λοιπόν, στη μικρή βουλή του χωριού, ανάμεσα σε κουρασμένους, ταλαιπωρημένους,
αλλά πάνω απ'όλα αγνούς Έλληνες αγρότες και κτηνοτρόφους. Θυμήθηκα, αναγνώρισα, συμφώνησα και πάνω απ'όλα
παραδέχτηκα, μερικές αλήθειες, ξεχασμένες από πολλούς, όμως σπουδαία μαθήματα για όλους.
Θέμα της συζήτησης οι παράνομες απαλλαγές απ την στράτευση χιλιάδων επωνύμων.
Άκουσα, λοιπόν, απ αυτούς τους ανθρώπους, λόγια, που λειτούργησαν σαν καμπανάκι στο μυαλό μου, λόγια που ανάγκασαν τον εγκέφαλο να λειτουργήσει την κινηματογραφική ταινία των αναμνήσεων. να θυμηθώ…
Να θυμηθώ τα γλέντια που γινόταν στο χωριό, όταν μια ΕΣΣΟ, καλούνταν να καταταγεί και σ'αυτήν παιδιά-λεβέντες, συγχωριανοί μας. Τότε που αυτά τα παιδιά μαζί με τους φίλους τους με την συνοδεία κλαρίνου ή κεμεντζέ, γλεντούσαν την κατάταξή τους. Χαιρόταν που γίνονταν άντρες. Περίσσευε η λεβεντιά τους. Όλο χορό. Δεν χόρταιναν ν'απαντούν ''ευχαριστώ'' στις ευχές των συγχωριανών, για καλή θητεία.
Κι όταν τελείωνε το γλέντι στο καφενείο, όλοι μαζί, υποψήφιοι φαντάροι και παρέα, συνέχιζαν επισκεπτόμενοι τα σπίτια, όλων των παιδιών της σειράς. Και κει, οι γονείς των παιδιών, με την περηφάνειά τους, να ξεχειλίζει, με μάτια βουρκωμένα, όχι από λύπη, αλλά από χαρά για τους άντρες που μεγάλωναν, τους κερνούσαν του κόσμου τα καλά.
Το κλαρίνο δε σιγοντάροντας στην άδολη χαρά, γέμιζε από χαρτονομίσματα. Μετά δε, από μερικές μέρες, θυμάμαι τις μάνες που κρατώντας μια φωτογραφία του παλικαριού από κάποιο ΚΕΝ, να την σεργιάνιζαν από σπίτι σε σπίτι καμαρώνοντας σαν παγόνια.
Έτσι πήγαιναν φαντάροι, πριν μερικά χρόνια, οι νέοι του χωριού. Την λέξη απαλλαγή, ενδεχόμενα, να μην την ήξεραν.
Άλλωστε γι αυτούς απαλλαγή σήμαινε ανικανότητα σωματική ή ψυχική.
Ποιος άραγε γονιός θα έδινε την κόρη του νύφη, σε νέο που δεν έχει πάει φαντάρος; Όχι, αν έχει λεφτά, δουλειά και άλλα. Αυτά στην συνέχεια. Πρώτη ερώτηση; Πήγε φαντάρος;
Αυτά τα παλικάρια θυμήθηκα στο καφενείο της κυρίας Νίτσας. Και λέω την λέξη παλικάρια, γιατί είναι η μοναδική λέξη στον κόσμο, που δεν μεταφράζεται. Γιατί απλά το παλικάρι έχει σωματική δύναμη με μεγάλη καρδιά.
Αυτά σκέφτηκα στο μικρο καφενείο. Ο δρόμος της επιστροφής, έφερε το μυαλό μου, στο σήμερα. Τον παραλογισμό της καθημερινότητας, που μέσα από τον μεγεθυντικό φακό της τηλεόρασης, παίρνει μορφή χιονοστιβάδας καθ' όσον αφορά τις παράνομες απαλλαγές στράτευσης. Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια. Δεν υπάρχει Έλληνας, που να μην ξέρει, κάποιον που να έχει απαλλαγεί παρανόμως, από την υποχρεωτική κατά το Σύνταγμα, στράτευση. Κι'όλα αυτά γιατί; Για
να μην διακόψουν, όπως λένε, για 9 μήνες την καριέρα τους.
Προσέξτε όχι 24, 26, 28, 30, ή 32 μήνες όπως παλιότερα, αλλά για 9 μήνες.
Δυστυχώς στην Ελλάδα, φαίνεται ότι υπάρχουν δυο συντάγματα. Ένα για τους έχοντες, κατέχοντες και καταφερτζήδες, και ένα για τους υπόλοιπους Έλληνες.
Ίσως, δε, πολλούς απ αυτούς η λέξη άντρας να μην σημαίνει τίποτα.
Αναλογίζομαι όμως, τι μας περιμένει όταν και η λέξη πατρίδα,
δεν θα τους λέει τίποτα.