Σε µια χώρα όπως η Ελλάδα, µε αναρίθµητα αρχαιολογικά ευρήµατα κάθε εποχής, η διατήρηση και η ανάδειξη των αρχαιολογικών χώρων φανερώνει έµπρακτα περισσότερο από κάθε άλλη περίπτωση διατήρησης της ιστορικής κληρονοµιάς, τ τις αξίες που αναγνωρίζουµε στην αρχαιολογική µας κληρονοµιά. Και οι αρχαιολογικοί χώροι δεν αποτελούν υπολείµµατα του χτισµένου περιβάλλοντος µιας άλλης εποχής που περιέπεσαν σε αχρηστία και ίσως αποτελούν εµπόδιο για την ανάπτυξή της. Αντίθετα, οι αρχαιολογικοί χώροι θεωρούνται ως ενεργοί τόποι της πόλης όχι µόνο για επίσκεψη, αλλά και ως ζωντανοί χώροι αναφοράς τόσο στη συλλογική µνήµη των κατοίκων µιας περιοχής, όσο και στην καθηµερινή τους ζωή.
Η µεγάλη αυτή σηµασία του αρχαιολογικού χώρου των Σερβίων δεν έγινε άµεσα αντιληπτή ούτε µε την ανακάλυψη του προϊστορικού οικισµού της περιοχής το 1909 από τον Wace, ούτε και όταν ανασκαφές το 1930 και αργότερα, κατά την περίοδο 1970-1973, έφεραν πολύ σηµαντικά ευρήµατα στο φως, καθώς θεωρούσαν τα Σέρβια µια µεµονωµένη θεσσαλική αποικία. Μόνο οι εντατικές έρευνες µετά το 1985 µε την ανακάλυψη ενός µεγάλου αριθµού προϊστορικών θέσεων και λειψάνων κατοίκησης ιστορικών χρόνων, υποχρέωσαν τους υπεύθυνους να δουν την περιοχή ως µια ενιαία, ανεξάρτητη πλέον ενότητα.
Βέβαια, η Αρχαιολογική Υπηρεσία είχε χαρακτηρίσει τα τείχη, τη Βασιλική και την εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων ως “ιστορικά διατηρητέα µνηµεία” το 1962. Ωστόσο, µόλις στο τέλος της δεκαετίας του 1990 άρχισαν να πραγµατοποιούνται συστηµατικές εργασίες ανάδειξης της Βυζαντινής πόλης των Σερβίων, στο πλαίσιο µιας προσπάθειας προστασίας, διάσωσης και ανάδειξής της. Σύµφωνα µάλιστα, µε τον προϊστάµενο της 11ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, η µελέτη στερέωσης του κάστρου εκπονήθηκε στα πλαίσια διακρατικού προγράµµατος που χορηγήθηκε από την Ε.Ε. µε συντονιστή την Πολυτεχνική Σχολή του ΑΠΘ και εταίρους την Ιταλία, την Τουρκία και την Ιορδανία. Η κορυφαία προσπάθεια ανάδειξης του κάστρου των Σερβίων, ως αποτέλεσµα της συνεργίας αυτής, αλλά και των συνεχών ενεργειών της 11ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, επιδιώκει µάλιστα την καθιέρωση της περίπτωσης των Σερβίων ως πρότυπο στρατηγικής και µεθοδολογίας αποκατάστασης του κάστρου.
Την αξιόλογη αυτή ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου των Σερβίων µπορεί να βιώσει κάθε επισκέπτης που θα επιλέξει να περιηγηθεί στους σύγχρονους περιπατητικούς και τους παλιούς λιθόστρωτους δρόµους και τα αλώνια. Εκεί θα µάθει ότι η ευρύτερη περιοχή των Σερβίων ήταν κατοικηµένη από τα προϊστορικά χρόνια, αλλά και ότι το κάστρο των Σερβίων είναι το µοναδικό Βυζαντινό κάστρο στη δυτική Μακεδονία. Ατενίζοντας µάλιστα την εκπληκτική θέα από τον λόφο που υψώνεται πάνω από τη σύγχρονη πόλη των Σερβίων, θα αντιληφθεί τη σηµαντικότητα της θέσης του κάστρου πάνω από την πεδιάδα του Αλιάκµονα. Η ίδρυση του κάστρου και της παλιάς πόλης στη θέση αυτή, εξασφάλιζε µια πλούσια ενδοχώρα σε συνδυασµό µε την προστασία του αγροτικού και κτηνοτροφικού πληθυσµού της, καθώς η φυσική της οχύρωση κατέστησε το κάστρο απροσπέλαστο στους εχθρούς.
Ο παλιός οικισµός, λοιπόν, των Σερβίων, χτισµένος σε ένα από τα πιο στρατηγικά σηµεία της µακεδονικής ενδοχώρας εξασφάλιζε τον έλεγχο στα περάσµατα και στις διαβάσεις από και προς τη θεσσαλική γη, συµβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξη του αλλά και στη δηµιουργία µιας από τις σηµαντικότερες πόλεις του βορειοελλαδίτικου χώρου κατά τη διάρκεια ολόκληρης της Μέσης και Ύστερης Βυζαντινής περιόδου. Ιδιαίτερο σηµαντικό είναι όµως το γεγονός ότι ο οικισµός που άρχισε να αναπτύσσεται σε αυτήν την περιοχή δεν είχε τον χαρακτήρα µιας απλής στρατιωτικής εγκατάστασης, αλλά συγκέντρωνε όλα τα χαρακτηριστικά µιας µεγάλης βυζαντινής πόλης. Μάλιστα, το ιδιαίτερα αξιόλογο σύστηµα οχυρωµατικής του κάστρου των Σερβίων µπορεί επάξια να συγκριθεί µε αντίστοιχα αµυντικά συστήµατα σηµαντικών πόλεων της ίδιας περιόδου, όπως εκείνα της Θεσσαλονίκης, της Βέροιας ή των Σερρών.
Συγκεκριµένα, ο οικισµός των Σερβίων είχε τριµερή διάταξη κι έτσι, ο επισκέπτης ανεβαίνοντας στο λόφο του κάστρου και ακολουθώντας την έντονη κλίση του εδάφους θα συναντήσει αρχικά την κάτω πόλη στο κατώτερο σηµείο, στη συνέχεια την άνω πόλη µέχρι να καταλήξει στο ψηλότερο σηµείο του λόφου όπου είναι χτισµένη η ακρόπολη του κάστρου. Τρεις σειρές τειχών -το εξωτερικό, το διάµεσο µεταξύ κάτω και άνω πόλης, και το τοίχος της ακρόπολης-, ορίζουν διαδοχικά επίπεδα άµυνας εξασφαλίζοντας µε τον τρόπο αυτόν τη µέγιστη προστασία των κατοίκων σε περιόδους πολιορκίας της πόλης.
Η τριµερή διάταξη του κάστρου ορίζει και έναν διαχωρισµό στην κοινωνική διαστρωµάτωση την παλιάς πόλης των Σερβίων, όπως άλλωστε συνέβαινε και στα περισσότερα πολεοδοµικά συστήµατα παλαιότερων αλλά και πιο σύγχρονων εποχών. Η κάτω πόλη µε τα 75 στρέµµατα κάλυπτε τη µεγαλύτερη έκταση της καστροπολιτείας κι εκεί διέµεναν οι αγρότες, οι κτηνοτρόφοι, οι εργάτες. Η άνω πόλη φιλοξενούσε τη λεγόµενη µεσαία τάξη σε µια έκταση των 20 στρεµµάτων, ενώ στη µικρή ακρόπολη των 2,5 στρεµµάτων έµενε ο στρατιωτικός διοικητής, ο ανώτερος δηλαδή άρχοντας µιας πόλης-φρούριο. Η πιο πυκνοκατοικηµένη περιοχή στο σύνολο της πόλης ήταν σίγουρα η κάτω πόλη, όπως αποδεικνύουν ένα πλήθος λειψάνων και ερειπίων από κατοικίες, τµήµατα υδραγωγείων, µια κινστέρνα, ένα µικρό λουτρό αλλά και επτά εκκλησίες µε αξιόλογο τοιχογραφικό διάκοσµο φανερώνοντας το σηµαντικό ρόλο της θρησκείας στην εποχή εκείνη. Εκεί βρίσκεται και η µεγάλη Βασιλική, που αποτελούσε πιθανότερα τον καθεδρικό ναό της πόλης.
Τα καλύτερα διατηρηµένα τµήµατα της βυζαντινής καστροπολιτείας των Σερβίων είναι ωστόσο, τα σωζόµενα ερείπια των τειχών, επιτρέποντας µια γενικότερη αντίληψη της οχυρωµατικής ιδέας στο σύνολο του κάστρου αλλά και µια σαφέστερη εικόνα του ακανόνιστου σχήµατος του οχυρωµατικού περιβόλου του. Το ακανόνιστο αυτό σχήµα των τειχών επέβαλε η ανώµαλη διάπλαση και η απότοµη κλίση του βραχώδους εδάφους. Αν και το εξωτερικό τοίχος δεν σώζεται σε όλο το µήκος του, διακρίνεται η πορεία του στην ανατολική πλευρά που καταλήγει µέχρι την ακρόπολη µε τα ίχνη ενός τετράπλευρου πύργου, ενώ τµήµα του διατηρείται και στη βόρεια πλευρά της πόλης, όπου υπήρχε κι η κεντρική πύλη του κάστρου. Την κλίση του εδάφους ακολουθεί και το διάµεσο τείχος σε σχήµα πολυγωνικό και µε ηµικυκλικούς, κυκλικούς ή ορθογώνιους πύργους στις γωνίες.
Πολυγωνικό σχήµα είχε και ο περίβολος της ακρόπολης αλλά µόνο τέσσερις σωζόµενους πύργους. Στην ανατολική πλευρά δεν υπάρχει αξιόλογη οχύρωση, καθώς δηµιουργείται ένα ισχυρό φυσικό όριο µε τον βαθύ και απότοµο γκρεµό. Στα δυτικά όµως, υψώνονται δύο τετράπλευροι πύργοι δυναµικής κατασκευής, οι οποίοι υπεράσπιζαν την είσοδο στην ακρόπολη. Η διαφορά στην κατασκευή της τοιχοποιίας τόσο στα τείχη, όσο και ανάµεσα στους πύργους µαρτυρά διαφορετικές εποχές επεµβάσεων και επισκευών τους. Οι ξύλινες οπές, που διακρίνονται στο πάχος της τοιχοποιίας και που πιθανότερα στήριζαν τα ξύλινα πατώµατα των ορόφων, και η όλη οικοδοµική των πύργων δείχνουν µια όχι µάλλον επιµεληµένη κατασκευή. Αντίθετα, µεγαλύτερη επιµέλεια εµφανίζεται στις προσόψεις των πύργων. Εδώ γίνεται χρήση πλίνθινων στοιχείων ενσωµατωµένων στη λοιπή τοιχοποιία, χαρακτηριστική των βυζαντινών χρόνων. Παρουσιάζεται µάλιστα, µια προσπάθεια διακόσµησης των όψεων αυτών, µε κεραµικά πλακίδια, αβαθείς κόγχες ή τυφλά διακοσµητικά τόξα.
Η καλαισθησία και η προσπάθεια για διακόσµηση δεν φαίνεται να λείπει από την πλευρά των κατοίκων των Σερβίων, ούτε στα εσωτερικά των εκκλησιών τους. Οι τεχνίτες που έχτισαν τις εκκλησίες αυτές προσπάθησαν να µιµηθούν τοιχογραφίες και διακοσµητικά σχέδια από αξιόλογους καλλιτέχνες των µεγαλύτερων αστικών και καλλιτεχνικών κέντρων της περιόδου. Μπορεί βέβαια τα έργα αυτά να διακρίνονται από έναν περισσότερο λαϊκό χαρακτήρα, αλλά όπως πολλοί µελετητές έχουν σηµειώσει “προσδίδουν ένα θέλγητρο στα ταπεινά ναΰδρια των Σερβίων”.
Αυτήν την ταπεινή και λιτή εικόνα των εκκλησιών µε την ταυτόχρονη επιβλητική και δυναµική παρουσία των τειχών προσπαθούν να διατηρήσουν οι αρµόδιες υπηρεσίες συντήρησης και ανάδειξης του κάστρου των Σερβίων. Οι σύγχρονες επεµβάσεις σέβονται το µνηµειακό σύνολο µε µηδαµινές και όχι µόνιµες προσθήκες, αναστρέψιµες επεµβάσεις µε ελαφριά και όσον το δυνατόν φυσικά υλικά, που εντάσσονται αρµονικά στον περιβάλλοντα χώρο του κάστρου, αλλά και στο φυσικό του περιβάλλον. Οι πλακόστρωτες διαδροµές, τα ξύλινα µονοπάτια αλλά και οι ξύλινες εξέδρες µε τα καθιστικά, δηµιουργούν πορείες και χώρους στάσης σε όλη την έκταση του αρχαιολογικού χώρου, επιτρέποντας στον επισκέπτη να γνωρίσει µια καστροπολιτεία και ταυτόχρονα να απολαύσει την ανυπέρβλητη οµορφιά του φυσικού τοπίου.
Με λίγα λόγια, αν και “τα µνηµεία των Σερβίων δεν είναι από άποψη αρχιτεκτονικής και ζωγραφικής έργα µεγάλης καλλιτεχνικής αξίας”, ωστόσο αποτελούν αδιαµφισβήτητα ένα ιδιαίτερα αξιόλογο µνηµειακό σύνολο, “από την έρευνα του οποίου πολλά έχει να επωφεληθεί ο προσεκτικός παρατηρητής”1. Τα ταπεινά αυτά ερείπια δίνουν µια αρκετά σαφή εικόνα µιας µικρής βυζαντινής πόλης, µε χαρακτήρα στρατιωτικό και φρουριακή µορφή, όπου ο κάθε επισκέπτης είναι ελεύθερος να ταξιδέψει σε εποχές αλλοτινές.
1. Ξυγγόπουλος, Ανδρέας 1957, Τα µνηµεία των Σερβίων, Μ. Μυρτίδου, Αθήνα
Δήμητρα Κύρκου Αρχιτέκτων - Μηχανικός ΑΠΘ