Πνιγμένοι στον καπνό είναι (και) οι κλειστοί χώροι διασκέδασης. Οι
καπνιστές απολαμβάνουν το τσιγάρο τους χωρίς κανένα εμπόδιο σε
καφετέριες, μπαρ, εστιατόρια και ταβέρνες.
Σε μία τέτοια χώρα θα πρέπει να αναζητήσουν καταφύγιο οι μη καπνιστές, οι οποίοι θέλουν να πιουν το ποτό ή τον καφέ τους χωρίς καπνό... Σημειωτέον, δε, ότι οι Ελληνες που δεν καπνίζουν αυξάνονται τα τελευταία χρόνια θεαματικά.
Εύγλωττα είναι τα στοιχεία της πανελλαδικής έρευνας «Hellas Health 5», η οποία πραγματοποιήθηκε πρόσφατα για λογαριασμό του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής.
Η έρευνα υλοποιήθηκε σε συνεργασία με το Κέντρο Μελετών Υπηρεσιών Υγείας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Τα επίπεδα της έκθεσης στο παθητικό κάπνισμα στη χώρα μας είναι ιδιαίτερα υψηλά, καθώς δεν τηρείται ο αντικαπνιστικός νόμος.
Το 38% των Ελλήνων πολιτών αναφέρει υψηλά επίπεδα καπνού στον εσωτερικό χώρο εστιατορίων ή ταβερνών που επισκέπτεται.
Αντίστοιχη εικόνα περιγράφεται στα καφέ-μπαρ και τα κέντρα διασκέδασης.
Τρεις στους πέντε Ελληνες πολίτες αναφέρουν υψηλά επίπεδα καπνού, ποσοστό σημαντικά αυξημένο σε σύγκριση με το 21% που είχε καταγραφεί στην προηγούμενη έρευνα.
Το ποσοστό των συστηματικών καπνιστών έχει περιοριστεί στο 28,8%, από 40% που ήταν πριν από επτά χρόνια.
Ανάλογη μείωση παρατηρείται και στο συνολικό ποσοστό των καπνιστών (συστηματικών και μη) από 43,1% σε 37,6%.
Θεαματική μείωση των καπνιστών υπάρχει την τελευταία διετία. Η προηγούμενη έρευνα «Hellas Health» (2011) είχε δείξει ότι το ποσοστό των συστηματικών καπνιστών ήταν 35,6%, έναντι 28,8% το 2013.
Στον αντίποδα, παρατηρείται αύξηση στον επιπολασμό του περιστασιακού καπνίσματος, που αγγίζει το 8,8% το 2013, σε σχέση με το 2,5% το 2011.
Εκτιμήσεις
Οι ειδικοί, ωστόσο, εκτιμούν ότι τα ποσοστά παραμένουν υψηλά. Τα αυξημένα ποσοστά του καπνίσματος στη χώρα μας -εξηγούν- σε συνδυασμό με τις ανθυγιεινές διατροφικές επιλογές και την έλλειψη σωματικής δραστηριότητας συνιστούν μια συνισταμένη υψηλής επικινδυνότητας για την εμφάνιση καρκίνου, καρδιαγγειακών νοσημάτων και πρόωρης θνησιμότητας.
Το δείγμα της έρευνας ήταν 1.087 άτομα ηλικίας άνω των 18 ετών και η διάρκειά της από τον Δεκέμβριο του 2012 έως τον Ιανουάριο του 2013.
Οι συμμετέχοντες επιλέχθηκαν με τη μέθοδο της πολυσταδιακής δειγματοληψίας, με χρήση quota, ως προς τη γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού, το φύλο και την ηλικία.
Η συλλογή των δεδομένων έγινε με τηλεφωνικές συνεντεύξεις σε νοικοκυριά, με τη χρήση δομημένου ερωτηματολογίου.*ethnos