(Παρθένα Τσοκτουρίδου)
… «Βλέπεις αυτές τις πέτρες στην άνυδρη έρημο; Μετάλλαξε τις σε ψωμιά κι ο κόσμος θα τα τρέξει να πέσει στα πόδια σου, όμοια σαν ένα κοπάδι πειθαρχημένο κι όλο ευγνωμοσύνη, τρέμοντας ωστόσο μη τυχόν χάσουν την προστασία σου και πάψουν να’ χουν ψωμί.
Αιώνες θα περάσουν κι η ανθρωπότητα θα διακηρύσσει με το στόμα των σοφών και των συνετών της ότι δεν υπάρχουν εγκλήματα και κατά συνέπεια, δεν υπάρχουν κι αμαρτήματα. Ότι δεν υπάρχουν παρά μόνο πεινασμένοι.
«Θρέψε τους πρώτα κι ύστερα να απαιτείς απ’ αυτούς να’ ναι «ενάρετοι»!
Να, τι θα γράψουν στο λάβαρο της επανάστασης τους, που θα επιτεθεί στο ναό σου. Στη θέση του ένα καινούριο οικοδόμημα θα υψωθεί, ένας νέος πύργος της Βαβέλ, που θα παραμείνει δίχως αμφιβολία ατέλειωτος, όπως κι ο πρώτος εκείνος.
Αλλά, θα μπορούσες να γλιτώσεις τους ανθρώπους απ’ αυτή τη δοκιμασία κι από χιλιόχρονα βάσανα. Γιατί θα ξανάρθουν να μας βρουν αφού έχουν κοπάσει χίλια χρόνια να χτίσουν τον πύργο τους!
Θα μας αναζητήσουν κάτω απ’ τη γη, όπως άλλοτε, μέσα στις κατακόμβες όπου θα’ μαστε κρυμμένοι (θα μας βασανίσουν πάλι) και θα κραυγάσουν:
«Δώστε μας να φάμε γιατί αυτοί που μας υποσχέθηκαν τη φωτιά τ’ ουρανού δε μας την έδωσαν».
Τότε θ’ αποτελειώσουμε εμείς τον πύργο τους, γιατί δε χρειάζεται για κάτι τέτοιο παρά μόνο η τροφή, και να τους θρέψουμε, υποτίθεται στ’ όνομα σου, θα τους κάνουμε να το πιστέψουν τουλάχιστο.
Χωρίς εμάς θα’ ναι πεινασμένοι. Καμιά γνώση δεν θα τους δώσει ψωμί, όσο θα μένουν ελεύθεροι αλλά θα καταλήξουν να την καταθέσουν στα πόδια μας τούτη την ελευθερία τους, λέγοντας:
«Υποτάξτε μας, κάνετε μας δούλους, μα δώστε μας να φάμε».
Θα καταλάβουν επιτέλους πως η ελευθερία δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με το ψωμί της γης που είναι στη διάθεση τους, γιατί ποτέ δεν θα μπορέσουν να το μοιράσουν μεταξύ τους!
Θα πεισθούν ακόμη για την ανικανότητα τους να’ ναι ελεύθεροι, όντας αδύναμοι, ξεστρατισμένοι, μηδαμινοί κι επαναστατημένοι.
Τους υποσχέθηκες τον ουράνιον άρτον, αλλά μπορεί κάτι τέτοιο , όσο δυνατό κι αν είναι σαν χτύπημα, να συγκριθεί μ’ αυτό της γης, στα μάτια της αδύναμης και ξεστρατισμένης της αιώνια αχάριστης ανθρώπινης ράτσας;
Χιλιάδες και δεκάδες χιλιάδων ψυχές θα σε ακολουθήσουν εξαιτίας αυτού του ψωμιού, μα τι θα γίνουν τα εκατομμύρια κι οι χιλιάδες που δεν έχουνε το θάρρος να προτιμήσουν τον άρτο τ’ ουρανού απ’ τον άρτον της γης;
Δεν θα’ φτανες στο σημείο να διαλέξεις τους μεγάλους και τους δυνατούς, που σ’ αυτούς οι άλλοι, το αναρίθμητο πλήθος, που είναι αδύναμο μα που σ΄ αγαπά, θα χρησίμευε σαν εκμεταλλεύσιμο υλικό;
Μας είναι το ίδιο αγαπητά και τα αδύναμα πλάσματα. Παρ’ όλο που είναι ξεστρατισμένοι κι επαναστατημένοι θα γίνουν πειθαρχημένοι τελικά.
Θα ξαφνιαστούν και θα μας πιστέψουν για θεούς μια που καταδεχτήκαμε να μπούμε επικεφαλής τους, για να καταφέρουμε έτσι που η ελευθερία που τους τρόμαζε, να γυρίσει απ’ άλλο δρόμο, κι ακόμη γιατί καταδεχτήκαμε να βασιλέψουμε πάνω τους, τόσο που στο τέλος θ’ αρχίσουν πραγματικά να φοβούνται να’ ναι ελεύθεροι….»