Του Β.Π. Καραγιάννη
Η εντυπωσιακή χειρονομία του αγίου Κοζάνης και περιχώρων να δωρίσει 5 γυαλιστερά κράνη στην Αστυνομία μου θύμισε την περιπέτεια του Δον Κιχώτη όπως περιγράφεται στο κεφάλαιο ΧΧΙ με τον τίτλο «Η υπέροχη περιπέτεια και πολύτιμη απόχτηση του κράνους του Μαμπρίνου μαζί με άλλα περιστατικά του ανίκητου ιππότη μας» (μετ. Κ. Καρθαίου, εκδ. Εστίας). Θυμίζω κάτι απ’ αυτήν με αφορμή την κρανοδωρέα έτσι για την όποια σημειολογία του πράγματος.
Στερηθείς το κράνος του μετά την περιπέτεια με τους κόπανους της νεροτριβής ο Δ.Κ. κι ενώ πήγαινε μετά του κυρίου Σάντσο, όπου τους οδηγούσε ο Ροσινάντε του «παρατήρησε απ’ αγνάντια ένα καβαλάρη που είχε στο κεφάλι του ένα πράμα που λαμποκοπούσε σα νάταν από χρυσάφι» και θεώρησε πως αυτό ήταν το κράνος του Μαμπρίνο (που έκανε αυτόν που το φορούσε άτρωτον).
Ηταν ο κουρέας του γειτονικού χωριού ο οποίος είχε πάρει το μπρούντζινο λεγένι του ξυρίσματος και τραβούσε προς τα εκεί για τη δουλιά του. Ο γενναίος ιππότης παρά τις λογικές ενστάσεις του Σάντσο του όρμησε λέγοντας:
«-Υπερασπίσου τον εαυτό σου, άθλιο πλάσμα , ή παράδωσε μου με τη θέλησή σου εκείνο που είναι δικαιωματικά δικό μου
Ο κουρέας που δίχως να το περιμένει, μήτε να το φανταστεί καν, είδε ξάφνου νάρχεται καταπάνω του εκείνο το στοιχειό, δε βρήκε άλλον τρόπο για να φυλαχτεί από την κονταριά, παρά ν’ αφεστεί και να πέσει από το γάιδαρό του, και μόλις άγγιξε στο χώμα, σηκώθηκε αμέσως, πιο σβέλτος κι από ζαρκάδι, και βάλθηκε να τρέχει μες στον κάμπο με τέτοια γρηγοράδα, που δε θα μπορούσε να τονέ φτάσει μηδέ ο άνεμος. Το λεγένι το παράτησε καταγής, κι ο Δον Κιχώτης έμεινε μ’ αυτό ευχαριστημένος, κι είπε πως ο άπιστος είχε κάνει πολύ γνωστικά, και πως είχε ακολουθήσει το παράδειγμα του καστοριού, που, όταν το στενοχωρήσουν πολύ οι κυνηγοί, δαγκώνει και κόβει με τα ίδια του τα δόντια εκείνο που από φυσικό του ένστιχτο καταλαβαίνει πως είναι η αφορμή που το κυνηγούνε. Τότε πρόσταξε το Σάντσο να πάρει από χάμω το κράνος, ο οποίος παίρνοντάς το στα χέρια είπε:
- Θε μου τι όμορφο λεγένι ! Και σίγουρα θα τ’ αξίζει τα οχτώ γρόσια στα γεμάτα...»
κ. λπ.