Χρόνια πολλά κι’ ευτυχισμένα και ο καινούριος χρόνος να μας χαρίσει… Τι να μας χαρίσει; Έλα ντε, τι έχει για να μας χαρίσει; Εδώ μας παίρνουν και τα ρέστα, είναι δυνατόν να μας επιφυλάσσει κάτι; Τι μπορούμε να περιμένουμε, όταν το χθες μας ήταν χάλια, το σήμερα χειρότερο και το αύριο καταδικασμένο. Πέστε μου φίλοι μου, τι νόημα έχουν οι ευχές σήμερα;
Τι μπορούν να δώσουν, τι μπορούν να φέρουν, σ’ ένα κόσμο που του σκεπάζουν τα όνειρα με εφιάλτες και τον αποκλείουν τιμωρημένο στο περιθώριο. Πόσο μπορούν να μας αλλάξουν τη διάθεση, πόσο μπορούν να μας «φτιάξουν», να μας δώσουν έστω τη ψευδαίσθηση, ότι τα χρόνια μας, θα είναι και πολλά και ευτυχισμένα. Ότι ο καινούριος χρόνος θα μας γεμίσει, με όσα δεν πρόλαβε, ή μας στέρησε, ο προηγούμενος.
Όταν ξέρουμε πολύ καλά πως ο σάκος που κουβαλάει ο χρόνος που έρχεται, έχει μέσα μόνο «μέτρα». Με μέτρα λιτότητας, για τους οικονομικά ασθενέστερους, ξεκινάει τα βήματά του. Με νέα διευρυμένη, προς τα χαμηλά εισοδήματα, φορολογική κλίμακα. Με νέες περικοπές στους συνταξιούχους και τους μισθωτούς, του ιδιωτικού τομέα. Με νέους Φ.Π.Α. που αποτελούν την πιο άδικη και άνιση φορολογική μεταχείριση του έλληνα καταναλωτή. Με, με, «μετά πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων», να τελειώσουμε, να μας φάει η αχόρταγη μετροπάθεια όλους τους μικρομεσαίους, συνταξιούχους και μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα. Να κάμουμε το χατίρι στη πολιτική και οικονομική νομενκλατούρα του Τόπου μας, που αφού στράγγισε και την τελευταία σταγόνα του ιδρώτα μας, θέλει να μας περάσει και από την πρέσα της οικονομικής αφυδάτωσης. Θέλει να μας περιορίσει στα απαραίτητα για τη συντήρησή μας.
Ένας λαός, που τον περιφράζουν με νομοσχέδια και διατάγματα και τον διανέμουν σε ταξικές «μερίδες» ταχυφαγάδικου! Μια κοινωνία που αυτοκαταστρέφεται ικανοποιώντας το λειρί της αλαζονείας της. Μια χώρα που περιφέρεται εκλιπαρώντας τους δανειστές, όχι για να σώσει τα παιδιά της, αλλά για να περισώσει τον ΛΟΓΟ της ΤΙΜΗΣ της. Κατά τα άλλα, ας απευθύνουμε ευχές, ευχόμενοι τα δέοντα και σε άλλα με υγεία. Προσπαθούμε να ξεπεράσουμε ότι μας πληγώνει, να ξεχαστούμε με ευχές, όμως η πραγματικότητα είναι πάντα εδώ και μας φωνάζει από το χτες. «Και συ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό, ο πατέρας…». Ο πατέρας δεν χρειάζεται πλέον να είναι στην εξορία, τον έχουν καταστήσει ακίνδυνο στην ανεργία. Η μάνα σε ανασφάλιστη και πρόχειρη απασχόληση, τα παιδιά στο ανύπαρκτο μέλλον και το σπίτι σε ενυπόθηκο δάνειο.
Έτσι δεν είναι; Εκεί που φτάσαμε τι έχουμε να χάσουμε, εκτός από την αφέλεια, που μας ταξιδεύει στους τηλεοπτικούς λαχανόκηπους και πριμοδοτεί τον πολιτικό μας αμοραλισμό. Τι μπορεί να χαλάσει τη μακαριότητά, που μας καθιστά «αδήλωτους» σε μια Πολιτεία που μας αγνοεί. Η μήπως έχουμε την εντύπωση, ότι οι κατευθυνόμενες διαμαρτυρίες σε πορείες και πλατείες, που υπερασπίζονται μονίμως τα ίδια συμφέροντα και εκπροσωπούνται παραδοσιακά από τα ίδια πρόσωπα, μπορούν να μας ξεγελούν συνέχεια. Δεν μπορεί, ή μας θεωρούν ανόητους ώστε να μας δουλεύουν, ή μας αρέσει να είμαστε το βιασμένο αποτέλεσμα, που αρκείται στο περίσσευμα που του πετούν! Ως πότε δηλαδή θα κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας προκειμένου να μην ενοχληθούν, να μην ταραχθούν τα λιμνάζοντα ύδατα, στους βαλτότοπους που μας πνίγουν. Αν είναι έτσι, καλύτερα να κόψουμε το δάχτυλο, γιατί αργότερα θα είναι δύσκολο να γλυτώσουμε το λαιμό μας. Δεν γίνεται μια ζωή να κρυβόμαστε στο κοινωνικό νεφέλωμα που μας τύλιξαν και να κάνουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε το στημένο παιγνίδι που μας παίζουν.
Έχουμε ευθύνη όταν βλέπουμε να διαιωνίζονται στη Δημοκρατία μας, θέσεις και απόψεις ενός δογματικού φαινομένου, που παραπέμπει σε παρωχημένες εφαρμογές του «υπαρκτού» σοσιαλισμού. Γιατί αλλιώς δεν εξηγείται, πως σε μια ελεύθερη ανταγωνιστική οικονομία, κυριαρχεί η στεγανότητα των ισχυρών επαγγελμάτων, οι κόκκινες γραμμές των συνδικαλιστικών αξιώσεων, οι συντεχνίες, οι κατηγοριοποιήσεις των πολιτών και ο ανοικονόμητος δημοσιοκρατισμός. Κάνω λάθος; Μπορεί κάποιος να μας ξεκαθαρίσει σε ποια οικονομία ανήκουν, όσοι το μεροκάματο είναι κατάκτησή τους και σε ποια, αυτοί που το έχουν «κεκτημένο» και δικαίωμα τους; Σε ποιο οικονομικό και κοινωνικό ΚΑΘΕΣΤΩΣ εξαντλούνται οι μεν και σε ποιο εκμαιεύουν την προνομιακή τους διασφάλιση οι δε;
Πως γίνεται οι μεν να υπόκεινται σε κριτήρια ελεύθερης οικονομίας και οι δε, να απολαμβάνουν τις παροχές υπαγορευόμενων διακρίσεων; Δεν πάει άλλο ρε πατριώτες, δεν θα πληρώνουμε μια ζωή αμαρτίες άλλων, όπως έλεγε η αξέχαστη Σακελλαρίου. Κάποτε πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι υπάρχει μια ετεροβαρής διαφορά που μας εξοντώνει. Μια διαφορά που δημιουργεί ένα ηθικό πλεόνασμα που πρέπει να μας αναγνωριστεί. Δεν φταίμε εμείς, δεν βγάλαμε εμείς την Πατρίδα μας στις αγορές, για να πάρουμε το παραπανίσιο από τον ιδρώτα μας. Δεν φέραμε εμείς τους οίκους αξιολόγησης, να καταγράψουν τις ανθρώπινες απώλειες σε κέρδη και ζημίες. Δεν είμαστε καν μέρος του προβλήματος, απλά το υπομένουμε σαν κτύπημα, σαν σημείο των καιρών που έμελλε να μας σημαδέψει. Τώρα τελευταία όλο και πιο συχνά έρχεται στη σκέψη μου, ο προβληματισμός του Μίλοβαν Τζίλας, στο «Χώρα δίχως δικαιοσύνη», που αναρωτιέται. «Είναι οι άνθρωποι καταδικασμένοι να γίνονται οι σκλάβοι των καιρών που ζούνε, ακόμα και όταν, ύστερα από μια ασταμάτητη και ακούραστη προσπάθεια, έχουν ανέβει τόσο ψηλά, ώστε να γίνουν κύριοι των καιρών;»
Μαγκλάρας Βασίλης